- ὀπωπητήρ
- ὀπωπ-ητήρ, ῆρος, ὁ,A = ὀπτήρ, h.Merc.15, prob. in Epigr.Gr.1032 (Augusta Trevirorum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπωπητήρ — ὀπωπητήρ, ῆρος, ὁ (Α) αυτός που περιφρουρεί, ο σκοπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπωπα* + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] … Dictionary of Greek
ὀπωπητῆρα — ὀπωπητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπώπια — ὀπώπια και, κατά δ. γρφ., ὀπωπητήρια, τὰ (Α) (ενν. ὀστέα) τα οστά που σχηματίζουν τις οφθαλμικές κόγχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπωπα*. Ο τ. ὀπωπητήρια με επίθημα τήριον (πρβλ. οπωπητήρ)] … Dictionary of Greek